ἀβάν-τι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβάν-τι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀβάν-τι ἐπίρρ. Ζάκ. Θήρ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Συκεˬὰ Κορινθ.) Σίφν. κ.ἀ. ἀβάν-τι τό, Ἰων. (Κρήν.) ἀβάν-τε Ἄνδρ. Σαλαμ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἰταλ. avanti καὶ avante= πρότερον, ἔμπροσθεν, ἐμπρός.
Σημασιολογία
1)Προηγουμένως Σίφν.: Θὰ φύετε μιˬὰ ὥρα ἀβάν-τι 2)Ὡς παρακελευσματικὸν μόρ. ἄγε, ἐμπρός! συνήθως παρὰ τοῖς ναυτικοῖς Ζάκ. Θήρ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Συκεˬὰ Κορινθ.) κ.ἀ. 3)Οὐσ. προτέρημα, ὑπεροχὴ Ἰων. (Κρήν.) Σαλαμ. κ.ἀ.: Αὐτὸ τὸ πρᾶμα εἶναι καλό, ἔχει κιˬ αὐτὸ τὸ ἀβάν-τε του Σαλαμ.|| ᾎσμ. Ἔχεις ἀβάν-τι, μάτιˬα μου, ἀπὸ τὰ κωπελλούδιˬα (ὑπερέχεις μεταξὺ τῶν νέων) Κρήν. 4)Κέρδος οἱονδήποτε, πλεονέκτημα ὑλικὸν Ἄνδρ. 5)Θάρρος, ἐνίσχυσις, τὴν ὁποίαν ἔχει τις παρ’ ἄλλου προσώπου Σαλαμ.: Αὐτὸς τὰ κάνει αὐτὰ γιˬατὶ ἔχει ἀβάν-τε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA