ἀγκάθιˬασμα (I)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκάθιˬασμα (I)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκάθιˬασμα τό, (I) ἀμάρτ. ἀχάντσμαν Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀχαντέασμαν Πόντ. (Τραπ.) ἀχάντγμαν Πόντ. (Κερασ.) ἀχαντέαγμαν Πόντ. (Τραπ.) ἀχαντίαγμαν Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκαθιˬάζω (I), παρ᾿ ὃ καὶ ἀχαντζω.
Σημασιολογία
Τὸ κεντεῖν, τὸ νύσσειν ἢ πλήττειν δι᾿ ἀκάνθης ἢ ἀκανθώδους φυτοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA