ἀγγελοθωριˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελοθωριˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγγελοθωριˬὰ ἡ, Σίφν. ἀντζελοθωρκὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄγγελος καὶ θωριˬά.

Σημασιολογία

I)Τὸ βλέπειν τὴν θωριὰν τοῦ ἀγγέλου τοῦ θανάτου κατὰ τὰς τελευταίας στιγμὰς τῆς ζωῆς, ψυχορραγία (διὰ τὴν γένεσιν τῆς σημ. ἐπέδρασε καὶ τὸ ἀγγελοθωρῶ ὃ πβ.) Σίφν. Συνών. ἰδ. ἐν. λ. ἀγγελοθώρημα. II)Θωριά, μορφὴ ὡς τοῦ ἀγγέλου, ἤτοι ὡραία Κύπρ.: Ἆ, δὲ τὸν εἶντ᾿ ἀντελοθωρκὰν ἔκαμεν τώρᾳ!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/