ἀγγελοθώριˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοθώριˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγγελοθώριˬασμα τό, ἀμάρτ. ἀgελοθώριˬασμα Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ἀντελοθώρκασμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγελοθωριˬάζω.
Σημασιολογία
Τὸ βλέπειν τὸν ἄγγελον τοῦ θανάτου, ψυχορραγία ἔνθ᾿ ἀν.: Ὁ ἄρρωστος ἄρχισε τ᾿ ἀgελοθώριˬασμα Ἑρμούπ.|| Φρ. Τοῦ ᾿ρθε ἀgελοθώριˬασμα (ἐπὶ ἀνθρώπου, ὅστις μόνος ὢν χειρονομεῖ καὶ μονολογεῖ, ὡς ὁ πνέων τὰ λοίσθια κάμνει ἐνίοτε τοιαύτας μηχανικὰς κινήσεις τῶν χειλέων καὶ τῶν χειρῶν ὡσεὶ ὁμιλῶν) αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελοθώρημα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA