ἀγγελοθωροῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελοθωροῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγγελοθωροῦσα ἐπίθ. θηλ. ΑΠαπαδιαμ. Τὰ μετὰ θάνατ. 92.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄγγελος καὶ θωριˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –οῦσα, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 182.

Σημασιολογία

Ἡ ἔχουσα ὄψιν ἀγγέλου, ὡραία, εὐειδής: «Ἓν χαριτωμένον πλάσμα, ξανθήν, γαλανόμορφον καὶ ἀγγελοθωροῦσαν». Συνώ. ἀγγελοβλεποῦσα, ἀγγελομματοῦσα. Πβ. ἀγγελικᾶτος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/