ἀγγελοθωρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοθωρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγγελοθωρῶ Κύθηρ. Κυκλ. (Σίφν. κ.ἀ.) ἀgελοθωρῶ Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. ἀντελοθωρῶ Κύπρ. ἀγγελοφωρῶ πβ. τὰ ὅμοια θηκάρι–φηκάρι, θυλάκι–φυλάκι, θηλυκὸς–φηλυκὸς κττ.
Σημασιολογία
1)Βλέπω τὸν ἄγγελον τοῦ θανάτου κατὰ τὰς τελευταίας στιγμὰς τῆς ζωῆς, πνέω τὰ λοίσθια, ψυχορραγῶ Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κυκλ. (Κύθν. Σίφν. κ.ἀ.) Κύπρ. Πελοπν. (Λακεδ.): Ἀgελοθωροῦν τὰ μάτιˬα του Κεφαλλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελεύω 3. 2)Βλέπω φάσματα διαβόλων, δαιμόνια Κύπρ.: Ἀντελοθωρεῖς ὄξα ἐλαιώθης; (βλέπεις διαβόλους ἢ ἐσεληνιάσθης; πρὸς τὸν καταλαμβανόμενον ὑπὸ σφοδροῦ ψυχικοῦ πάθους, παραφορᾶς, παροξυσμοῦ κττ.) Πβ. *ἀγγελοβλέπω. 3)Βλέπω τὴν ἐρωμένην μου, ἡ ὁποία κατὰ τὴν ὡραιότητα εἶναι ὁμοία πρὸς ἄγγελον GHatzidakis Ἄγγελος und Verwandtes 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA