ἀγκαθίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαθίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκαθίζω Ἤπ. Παξ. κ.ἀ. ἀχαντίζω Πόντ. (Κολων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκάθι, παρ᾿ ὃ καὶ ἀχάντιν, ὅθεν τὸ ἀχαντίζω.
Σημασιολογία
1)Νύσσω, κεντῶ δι᾿ ἀκάνθης ἢ ἀκανθώδους πράγματος Παξ. Πόντ. (Κολων.):Τὸ πήανε νὰ τὸ φιλήσῃ ὁ πατέρας του, μὰ τὰ μουστάκιˬα του ἀγκαθίζανε τὸ παιδὶ κιˬ ἀρχίνισε τὰ κλάματα Παξ. Ἐμπῆκε μέσ᾿ ᾿ς τ᾿ ἀγκάθιˬα κιˬ ἀγκαθίστηκε αὐτόθ. Συνών. ἀγκυλώνω. β)Μετοχ. ἀγκαθισμένος, ὁ ἔχων ἀκανθώδη ἐπιφάνειαν. Εὔχρηστον τὸ οὐδ. ἀγκαθισμένο οὐσ., κίτρον κακόσχημον, τραχὺ τὴν ἁφὴν καὶ κακῆς ποιότητος Ἤπ. 2)Μεταφ. ἐνοχλῶ, πειράζω Ἤπ. Παξ. κ.ἀ.:Ἀγκαθίζουνε τὰ λόγιˬα του Παξ. Πβ. ἀγκαθιˬάζω (I), ἀγκαθώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA