ἀβάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβάρα ἡ, (I) Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς ἐπιρρηματ. χρήσεως τοῦ ἀβάρα προστ. τοῦ ἀβαράρω, ὅ πβ.

Σημασιολογία

1)Ἀντιστήριξις: Φρ. Βάνε ἀβάρα (ἀντιστήριζε). 2)Μεταφ. ἐπίπληξις, ἀπότομος ἐπιτίμησις (ἐκ τοῦ ἀβάρα!=μακράν! φεῦγε ἀπὸ ἐδῶ!):Φρ. Ἤβγαλά του μιˬὰν ἀβάρα (τὸν ἐπέπληξα δριμέως).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/