ἀγγελόκρουσμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελόκρουσμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγγελόκρουσμα τό, Κάρπ. Κέρκ. Παξ. Ρόδ. κ.ἀ. –ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 80 ἀgελόκρουσμα Κύθν. ἀγγελόκρουγμα Ἤπ. (Χιμάρ.) κ.ἀ. ἀγγιλόκρουμα Ἤπ. (Χουλιαρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγελοκρούω.

Σημασιολογία

1)Αἰφνίδιον θανατηφόρον πλῆγμα καταφερόμενον ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου τοῦ θανάτου, νόσος προξενοῦσα ἀκαριαῖον θάνατον Κάρπ. Κύθν. Ρόδ. κ.ἀ.: Φρ. Ἀγγελόκρουσμα νὰ σ᾿ εὕρῃ! Νὰ σοῦ ᾿ρθῃ ἀγγελόκρουσμα! (ἀραὶ) Κάρπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελικὸ 1. β)Ὁ ἐπιθανάτιος ρόγχος τοῦ ψυχορραγοῦντος Ἤπ. (Χουλιαρ.) κ.ἀ. – ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾿ ἀν.: Πῶς πάει οὑ δεῖνα; -Τί νὰ κά᾿; ᾿ς τ᾿ ἀγγιλουκρούματα εἶνι Χουλιαρ. Ὁ ἀχὸς τοῦ τραγουδιοῦ ἔμο͜ιαζε ἀρρώστου ἀγγελόκρουσμα γλαρὸ ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾿ ἀν. 2)Τρόμος αἰφνίδιος καὶ ἰσχυρός, τὸν ὁποῖον αἰσθάνεταῖ τις ἐκ τῆς θέας δυσειδοῦς καὶ ἀπεχθοῦς προσώπου ἢ ὑπερφυσικοῦ πράγματος Παξ. Συνών. ἀγγελοκρουσμὸς 2. β)Πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον μᾶς προξενεῖ αἰφνίδιον τρόμον Κέρκ.: Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀγγελόκρουσμα (τόσον δυσειδής, ὥστε ἠμπορεῖ μὲ τὴν θέαν του νὰ μᾶς τρομάξῃ). Ἔχει μιˬὰ κωπέλλα ἀγγελόκρουσμα. Συνών. ἀγγελοκρουσμὸς 2β. 3)Ἐπιληψία, σεληνιασμὸς Ἤπ. (Χιμάρ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελικὸ 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/