ἀβάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβάρα ἡ, (II) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μαζαίικ. Μάν. Φεν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ναύπακτ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Ζωύφιον παράσιτον ἐμφωλεῦον εἰς τὸ δέρμα τῶν ζῴων, ὁ κρότων (ixodes ricinus) ἔνθ’ ἀν.: Πῆρε ἀβάρες τὸ πρόατο Μαζαίικ. Ἀβάρις πὄχ’ τ’ ἄλουγου! Ἀκαρναν. Oὕλου ἀβάρις εἶν’ τοῦτου τοὺ κατσί’ Αἰτωλ.|| Παροιμ. φρ. κόλλ’σι σὰν ἀβάρα (ἐπὶ ἀνθρώπου δυσαπαλλάκτου) Αἰτωλ. Συνών. τσιμπούρι. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/