άγγελοκρούω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
άγγελοκρούω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμσ
Τυπολογία
ἀγγελοκρούω Ἤπ. Κέρκ. Παξ. κ.ἀ. –ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,47 ΝΣαντοριν. Ἀγγελοκρ. 7 καὶ 12 ἀγγιλουκρούου Ἤπ. (Χουλιαρ.) ἀγγελοκρούζω Παξ. Παθ. ἀγγελοκρούομαι Α. Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Χιμάρ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κέρκ. Λευκ. Μῆλ. Πελοπν. (Σουδεν. κ.ἀ.) Ρόδ. (Χάλκ. κ.ἀ.) ἀgελοκρούομαι Κύθν. κ.ἀ. ἀγγιλουκρούουμι Ἤπ. (Ἰωάνν. Κούρεντ.) Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αίτωλ.) κ.ἀ. Μετοχ. ἀγγελοκρουσμένος Εὔβ. (Κάρυστ.) Κάρπ. Κέρκ. Παξ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ὁ ἐνέργ. τύπ. ἀγγελοκρούω ἐσχηματίσθη ὑποχωρητικῶς ἐκ τοῦ παθ., ὅπερ ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ ρ. κρούομαι. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ ἀγγελοσκιˬάζω.
Σημασιολογία
Α)Παθ. 1)Ἀποθνῃσκω ἐξαίφνης ἐξ ἀποπληξίας ἢ ἄλλης κεραυνοβόλου νόσου οἱονεὶ δεχόμενος παρὰ τοῦ ἀγγέλου πλῆγμα ἀπρόοπτον θανάτου (πβ. Πράξ. Ἀποστ. 12,23 «παραχρῆμα δὲ ἀπάταξαν αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἔδωκε τὴν δόξαν τῷ Θεῷ καὶ γενόμενος σκωληκόβρωτος ἐξέψυξεν») Εὔβ. (Κάρυστ.) Κύθν. Λευκ. Ρόδ. κ.ἀ.: Φρ. Ν᾿ ἀγγελοκρουστῇς! (ἀρὰ) Λευκ. Ποῦ ν᾿ ἀgελοκρουστῇς! Κύθν. 2)Πνέω τὰ λοίσθια, ψυχορραγῶν παραληρῶ Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Κάρπ. Πελοπν. (Σουδεν.) κ.ἀ.: Ἀγγελοκρούεται ὁ δεῖνα Σουδεν.|| Φρ. Αὐτὸς ἀγγιλουκρούχτ᾿κι (ἐπὶ τοῦ λέγοντος λόγους ἀσυναρτήτους, τοῦ παραληροῦντος, ὡς ἐὰν εὑρίσκετο ἐν ὥρᾳ ἐπιθανατίου παραληρήματος) Ἰωάνν. Μετοχ. 1)Ἑτοιμοθάνατος Κάρπ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ.) 2)Περίλυπος Πελοπν. (Βούρβουρ.): Τί μοῦ εἶσαι ἔτσι ἀγγελοκρουσμένος! Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελεύω 3. β)Ὑποφέρω πόνους ψυχορραγῶν Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) γ)Πάσχω τι σοβαρὸν πάθημα Κέρκ.: Ἀγγελοκρούστηκε αὐτός. 3)Τρομάζω σφοδρῶς, μένω ἄναυδος ἐκ τρόμου, ἐξίσταμαι Ἤπ. (Κούρεντ.) Κέρκ. Λευκ. Ρόδ. (Χάλκ.) κ.ἀ.: Πωπώ, Θεέ μου, ἀγγελοκρούστηκα! Κέρκ. Σὰν τὴν εἶδα ἔτσι ξέπλεχη σὰ μάισσα ἀγγελοκρούστηκα αὐτόθ. Μετοχ. ὠχρὸς Πελοπν. (Βούρβ.) 4)Προσβάλλομαι ὑπὸ ἐπιληψίας, σεληνιάζομαι Ἤπ. (Χιμάρ.) 5)Γίνομαι δαιμονόπληκτος, συνήθως ἐπὶ ἐρωτομανοῦς Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀγγιλουκρούιτι ἡ κακουμοῖρα γιˬὰ σένα! (τρελλαίνεται ἐκ τοῦ πρὸς σὲ σφοδροῦ ἔρωτος). Ἀγγιλουκρούιταν αὐτὸς γιˬ᾿ αὐτὴ τὴ μιρεˬὰ (δι᾿ αὐτὴν τὴν μεριά, δηλ. δι᾿ αὐτὴν τὴν γυναῖκα) αὐτόθ. Κάτ᾿ ἀγγιλουκρούχ᾿κα κ᾿ ἰγὼ ᾿ς τὰ νεˬᾶτα μ᾿ μὶ τὴ δεῖνα αὐτόθ. Μετοχ., δαιμονισμένος, δαιμονόπληκτος Κέρκ.: Φρ. Μωρὴ ἀγγελοκρουσμένη! (ὑβριστικῶς) 6)Μεταφ. ταράσσομαι ὑπὸ ἀνέμου καὶ τρικυμίας, κλυδωνίζομαι ἐπὶ πλοίου: ᾎσμ. Ἐβγᾶτε, βάγιˬες καὶ βαγιˬοποῦλλες μου, νὰ ἰδῆτε τ᾿ ἄρμενα πῶς ἀρμενίζουνε, πῶς ἀρμενίζουνε καὶ ἀγγελοκρούονται Ἤπ. Β)Ἐνεργ. 1)Εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀφαιρέσω τὴν ψυχήν τινος, συνήθως ἐπὶ τοῦ Χάρου Ἤπ. (Χουλιαρ.) κ.ἀ. –ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾿ ἀν. ΝΣαντοριν. ἄνθ᾿ ἀν. 7: Τοὺν ἀγγιλουκρούει οὑ Χάρους Χουλιαρ. Μ᾿ ἀγγελόκρουσεν ὁλοφάνερη ἡ στερνή μου ὥρα ᾿ς τὸν ἀπάνου κόσμο κ᾿ ἔπειτα τὸ καταλαβαίνω πῶς θὰ πεθάνω (ἤτοι μὲ ἀντίκρυσεν ἡ τελευταία ὥρα, ᾐσθάνθην τὴν τελευταίαν ὥραν τοῦ θανάτου. Τὸ στερνὴ ὥρα λαμβάνεται κατὰ προσωποποίησιν) ΝΣαντοριν. ἔνθ᾿ ἀν.|| Ποίημ. Δὲ μπορῶ ὁ μαῦρος, δὲ μπορῶ, μ᾿ ἀγγελοκρούει ὁ Χάρως ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾿ ἀν. 2)Ἐκφοβίζω, κατατρομάζω τινὰ Κέρκ. Παξ. κ.ἀ. –ΝΣαντοριν. ἔνθ᾿ ἀν. 12: Θὰ γίνῃ...στοιχε͜ιὸ κακῆς ὥρας, ὅραμα ποῦ θ᾿ ἀγγελοκρούῃ τὰ καράβιˬα καὶ θὰ τὸ βλέπουν οἱ θαλασσοδαρμένοι ναυαγοὶ σὰν τοὺς μέλλεται γιˬὰ ὑστερνὴ φορὰ ν᾿ ἀγναντέψουν τὸν ἀπάνω κόσμο ΝΣαντοριν. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἀγγελοσκιˬάζω 3, τρομάζω. β)Ἐπιπλήττω Κέρκ.: Τὸν ἀγγελόκρουσε δυνατά. 3)Ἐξολοθρεύω, καταστρέφω τινὰ Κέρκ. Παξ. κ.ἀ.: Τὸν ἀγγελόκρουσε τὸν κακομοίρη Παξ. Ἡ πανούκλα ἀγγελόκρουσε τὸ ἀγγελόκρουσε τὸ χωριˬὸ Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA