ἀγγελομάχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελομάχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγγελομάχος ὁ, ἀμάρτ. ἀgελομάχος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀgελόμαχος Κύθν. ἀντζελομάχος Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ ρ. μάχομαι. Διὰ τὸν ἀναβιβασμὸν τοῦ τόνου εἰς τὸ ἀγγελόμαχος ἰδ. GHatzidakis Einleit. 422.

Σημασιολογία

1)Ὁ μαχόμενος μὲ τὸν ἄγγελον τοῦ θανάτου, ὁ πνέων τὰ λοίσθια Κύθν. 2)Εἶδος σταφυλῆς ἐχούσης σκληρὸν φλοιὸν (τὴν ὁποίαν τρώγων τις οἱονεὶ μάχεται μὲ τὸν ἄγγελον τοῦ θανάτου) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἕναν ἀgελομάχο ᾿τρωα κ᾿ ἐκόdευγε νὰ γρυλλώσω. 3)Πληθ. μακαρόνια χονδρὰ παρασκευαζόμενα κατ᾿ οἷκον διὰ τῆς κοπῆς τῆς ζύμης εἰς τεμάχια, ἅτινα διὰ τῶν χειρῶν ἐπιμηκύνονται καὶ ἀποστρογγυλοῦνται ἐπὶ τραπέζης Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/