ἀγγελομαχῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελομαχῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγγελομαχῶ Ἰκαρ. Ἰων. (Σμύρν.) Κάρπ. Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.) κ.ἀ. –Μποὲμ Ἀγριολούλ. 37 ἀgελομαχῶ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ. ἀγγελομαχάω Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν.) κ.ἀ. ἀγγιλουμαχῶ Μακεδ. (Καταφύγ.) κ.ἀ. ἀντζελομαχῶ Κάλυμν. κ.ἀ. ἀτζιλουμαχῶ Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγγελομάχος.

Σημασιολογία

Μάχομαι πρὸς τὸν ἄγγελον τοῦ θανάτου τὸν μέλλοντα νὰ ἀφαιρέσῃ τὴν ψυχήν μου, εἶμαι ἑτοιμοθάνατος, ψυχορραγῶ ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγγελομαχάει ὁ καηˬμένος! Σουδεν. Ἤρκεψεν ν᾿ ἀγγελομαχῇ ὁ ἄρρωστος Κάρπ. Τρεῖς μέρες ἀγγελομαχοῦσε καὶ παράδερνε παραμιλῶντας Μποὲμ ἔνθ᾿ ἀν.|| ᾎσμ. Καὶ μέσα τὰ μεσάνυχτα ἡ κόρ᾿ ἀγγελομάχα καὶ μέσα τοὶς βαθεˬὲς νυχτιˬὲς τὴν κόρη σαβανώνουν Ἰκαρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελεύω 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/