ἀβαρᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβαρᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβαρᾶς ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Θηλ. ἀβαρᾶσσα Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Οὐδ’ ἀβαρᾶν Πόντ. (Τραπ.) ἀβαράδικον Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Περσοτουρκ. avara=ἀλήτης, τυχοδιώκτης, ὀκνηρός, ἄεργος.

Σημασιολογία

Ὁ δι’ ἔλλειψιν ἐργασίας μένων ἄεργος ἔνθ’ἀν.: Κάθουμαι ἀβαρᾶς Τραπ. Χαλδ. Ἐπέμ’να ἀβαρᾶς καὶ ντὸ θ’ εὐτάγω ’κ’ ἐξέρω (ἔμεινα χωρὶς ἐργασίαν καὶ δὲν γνωρίζω τί θὰ κάμω) Χαλδ. Ἀβαρᾶς μὴ στέκ’ς Κοτύωρ. Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/