ἀγγελοπούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοπούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγγελοπούλλα ἡ, ἀμάρτ. ἀgελοπούλλα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. ἀγγελόπουλο τό, Κωνπλ. κ.ἀ. ἀgελόπουλλο Ἀστυπ. Κεφαλλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) ἀγγιλόπουλλο Πάρ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄγγελος διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –πουλλος –πούλλα –πουλλο, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,636 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Μικρὸς ἄγγελος ὅπως συνήθως παριστάνεται ἐν εἰκόνι ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔχει ἕνα παιδάκι ὄμορφο σὰν ἀγγελόπουλλο (διότι ὁ ἄγγελος πιστεύεται ὡς κατ᾿ ἐξοχὴν ὡραῖος) Ἑρμούπ. Εἶd᾿ ἀgελόπουλλο ᾿ν᾿ εὐτὸ! (ἐνν. τὸ παιδὶ) Ἀπύρανθ.|| Παροίμ. Ὁ Ἀράπης τὸ παιδί του ἀgελόπουλλο τὸ κράζει (ἡ φιλοστοργία τῶν γονέων ἀποτυφλώνει πολλάκις αὐτοὺς εἰς βαθμόν, ὥστε νὰ μὴ βλέπουν τὰ πρόδηλα σωματικὰ ἐλαττώματα τῶν τέκνων, καθὼς ὁ Αἰθίοψ βλέπει τὸ παιδίον του ὡραιότατον ὡς ἄγγελον) Κεφαλλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελάκι 1. 2)Τὸ θηλ. νεᾶνις ὡραία Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA