ἀγγελοσκιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελοσκιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγγελοσκιˬάζω Ρόδ. ἀντζελοιˬάζω Κύπρ. Παθ. ἀγγελοσκιˬάζομαι Κάρπ. Κυκλ. (Ἀμοργ. Μῆλ. κ.ἀ.) Κῶς Πελοπν. (Μεσσ.) Ρόδ. Χίος κ.ἀ. ἀgελοσκιˬάζομαι Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. Νάξ. (Βόθρ.) Σύμ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ἀgιλουσκιˬάζομαι Ἴμβρ. ἀγγιλουσκιˬάν-νουμου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀντελοιˬάζομαι Κύπρ. ἀντζελοιˬάζομαι Κάρπ. ἀτζιλουσκιˬάζομαι Λέσβ.

Ετυμολογία

Τὸ ἐνεργ. ἀγγελοσκιˬάζω ἐσχηματίσθη ὑποχωρητικῶς ἐκ τοῦ παθ., ὅπερ ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ ρ. σκιˬάζομαι. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. καὶ ἀγγελοκρούω.

Σημασιολογία

1)Παθ. ἐκπλήσσομαι, τρομάζω βλέπων κατὰ τὴν ἐπιθανάτιον ἀγωνίαν τὸν ἄγγελον, ὅστις μέλλει νὰ λάβῃ τὴν ψυχήν μου, πνέω τὰ λοίσθια (ἐπὶ τοῦ ψυχορραγοῦντος, ὅταν προσηλώνῃ σταθερῶς τὸ βλέμμα πρὸς τι σημεῖον) Ἴμβρ. Κάρπ. Κρήτ. Κυκλ. (Ἀμοργ. Ἄνδρ. Ἑρμούπ. Θήρ. Μῆλ. κ.ἀ.) Κύπρ. Κῶς Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Μεσσ.) Ρόδ. Σύμ. Χίος κ.ἀ.: Ἀgελοσκιˬάζεται ὁἄρρωστος Ἑρμούπ. Τὸ βλέμ-μαν του ᾿ὲν ἔν᾿ καλόν, θωρεῖ ἴιˬα πάνω, ἀντζελοιˬάζεται Κύπρ. Εἶδε τὸν ἄντζελο τσ᾿ ἐντζελοιˬάστη Κάρπ. Ἀντελοιˬάστην τσ᾿ ἐστυλ-λομάδκιˬασεν (ἐστύλωσε τοὺς ὀφθαλμούς, προσήλωσεν αὐτοὺς εἰς ἓν σταθερὸν σημεῖον) Κύπρ.|| ᾎσμ. Ὅdεν ἀgελοσκιˬάχτηκες, Τάρσια κωπελλιˬά μου, δὲν εἶπες ποῦ ᾿ν᾿ ἡ μάννα σου κιˬ ὁ κύρις σου, κυρά μου! (μοιρολ.) Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελεύω 3. β)Ταράσσομαι, τρομάζω ἐκ τῆς ἀπροόπτου ἐμφανίσεως προσώπου ἢ ζῴου ἢ ἄλλου τινὸς Κρήτ. Κύπρ. Ρόδ. κ.ἀ.: Ἀγγελοσκιˬάστηκε αὐτὸς Ρόδ. Εἶδα τον τ᾿ ἀντελοιˬάστηκα Κύπρ. Τὸ μωρὸν ἔν᾿ ἀντελοιˬασμένον αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. *ἀγγελοβλέπω. 2)Καταλαμβάνομαι ὑπὸ ἐπιληψίας, σεληνιάζομαι Κύπρ. 3)Μὲσ. μετβ. διακόπτω τὴν ἐκπνοὴν τοῦ μελλοθανάτου κωλύων διὰ φωνῶν, κλαυθμῶν κττ. ἢ διὰ ἐνοχλήσεων αὐτοῦ τὸν ἄγγελον νὰ ἀφαιρέσῃ τὴν ψυχήν του Νάξ. (Βόθρ.): Μή τονε ἀgελοσκιˬάζεσαι. Συνών. ἀγγελοκόβω 1. 4)Ἐνεργ. μετβ. προξενῶ εἴς τινα τρόμον, ἐκπλήσσω Κύπρ. Ρόδ. κ.ἀ.: Ἧρτες ταὶ ἀντελόιˬασές με Κύπρ. Ἀντελόιˬασες τὸ κωπελ-λούδιν μὲ τὲς φωνές σου αὐτόθ. Ἐπογρύλ-λωσεν τῶν παιδκιῶν ταὶ τ᾿ ἀντελόιασεν (ἐκοίταξε τὰ παιδία μὲ ἄγριον βλέμμα καὶ τὰ ἐτρόμαξεν) αὐτόθ.|| Φρ. Ποῦ νὰ σ᾿ ἀγγελοσκιˬάσῃ ὁ Χάρως! (ἀρὰ) Ρόδ. Συνών. ἀγγελοκρούω Β2, τρομάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/