ἀβαράρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβαράρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀβαράρω σύνηθ. ’βαράρω Νάξ. ’βαρέρω Σύμ. ἀβαρέρνω Κρήτ. ἀβαρέρνου Ἴμβρ. ἀβαδάρω Μεγίστ. ἀβαδέρω Μεγίστ. ἀβαδέρνω Μεγίστ. ἀβαραρίζω Πελοπν. (Λακων.) Προστ. ἀβάρα σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. varare=καθελκύω πλοῖον ἐκ τῆς ξηρᾶς τοῦ προθετ. α γεννηθέντος ἐκ συνεκφ. τοῦ νὰ ἢ θά, ὡς νὰ βαράρω - ν’ἀβαράρω. Ὁ τύπ. ἀβαραρίζω ἐγεννήθη διὰ τὸν ἀόρ. ἀβαράρισα. Ἡ προστ. ἀβάρα κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ Ἰταλ. vara προστ. τοῦ varare.
Σημασιολογία
1)Καθελκύω ἐκ τῆς ξηρᾶς πλοῖον εἰς τὴν θάλασσαν Νάξ. 2)Μετβ. ἀπωθῶ, ἀπομακρύνω συνήθως πλοῖον πρὸς ἀποφυγὴν προσκρούσεως (κατ’ ἐπέκτασιν δὲ καὶ ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων) σύνηθ. ὡς ναυτικὸς ὅρ.: Ἀβαράρισε τὴ βάρκα Λακων. Ἀβαραράνε τὸ ψάρι καὶ τὸ ρίξανε ἀνοιχτὰ (δηλ. ἀπὸ τὰ ἀβαθῆ ὕδατα τῆς παραλίας εἰς τὰ βαθέα τοῦ πελάγους) Βιθυν. Συνών. ἀβαρῶ. Ἀμετβ. ἀπομακρύνομαι τοῦ λιμένος, ἀποπλέω Κυκλ. 3)Ἀντωθῶ, ἀντιπιέζω Σίφν.: Ἀβαράρει ὁ τσικαλᾶς τὸ χέρι ἀπόμεσα καὶ ἡ πελεκούδα ἀπόξω καὶ ψιλαίνει τὸ τσικάλι (δηλ. ἐνῷ ἐπὶ τοῦ τροχοῦ χειρίζεται ὁ ἀγγειοπλάστης τὴν πελεκούδα, ἀντωθεῖ ἔσωθεν τὸ τοίχωμα τοῦ σχηματιζομένου ἀγγείου διὰ τῆς χειρὸς πρὸς ἀπολέπτυνσιν αὐτοῦ. πελεκούδα=τεμάχιον ξύλου χρησιμοποιουμένου ἐν τῇ ἀγγειοπλαστικῇ). 4)Ἀποκρούω, ἀμύνομαι Κρήτ. Προστ. ἀβάρα σύνηθ. ὡς ναυτικός ὅρ. 1)Ἀπομάκρυνε, συνών. ἄπωσον τῆς ἐπισήμου γλώσσης σύνηθ.: Ἀβάρα τὸ καΐκιν ἀποὺ τὴ στερεˬά! Σύμ. Ἀβάρα τὴν κοντάρα! (φρ. ἐλλειπτ., ἤτοι ἀπομάκρυνε τὸ πλοῖον ἀπὸ τῆς ξηρᾶς ὠθῶν μὲ τὸ κοντάριον) Προπ. 2)Ἐπιρρηματ. μακρὰν Δαρδαν. Μεγίστ. Πελοπν. (Λακων.): Ἀβάρα, ἀβάρα πήγαινε! Λακων. Ἀβάρα ἀπὸ κείνουνε! (δηλ. φεῦγε, πήγαινε) αὐτόθ. Ἀβάρα εἶναι Μεγίστ.|| Φρ. Κάμνω ἀβάρα (ἀπομακρύνω, παραμερίζω τινὰ) Δαρδαν. Μεγίστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA