ἀβάρστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβάρστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβάρστος ἐπίθ. Πόντ. (Οἰν. Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βαρσκουμαι=βαρύνομαι, γίνομαι ἔγκυος, περὶ οὗ ἰδ. βαρεˬάζω.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ βαρυνόμενος, ἀβάρετος, ἀκάματος, ἄοκνος Πόντ. (Τραπ.):’Σ τὴ δουλείαν ἀτ’ ἀβάρστος ἔν’ (εἰς τήν ἐργασίαν του εἶναι ἄοκνος). 2)Ἡ μὴ ἔγκυος, μόνον ἐπὶ γυναικός, οὐχὶ δὲ καὶ ἐπὶ ζῴου Πόντ. (Οἰν. Τραπ.): Ἡ νύφε ἀβάρστος ἔν’ (ἡ νύμφη δὲν εἶναι ἔγκυος) Οἰν. Ἀοῦτο τὸ νυφαδόπον ἀβάρστον ἔν’ (αὐτὴ ἡ νυφούλλα εἶναι ἀβ. νυφαδόπον ὑποκορ. τοῦ νύφε) Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/