ἀγγελοστορίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελοστορίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγγελοστορίζω Πελοπν. (Λακων.) Μετοχ. ἀγγελοστορισμένος Νεοελλην. Ἀνάλ. Παρνασσ. 1,280 ἀgιλουστουρισμένους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀgιλουστουρ᾿σμένους Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ ρ. ἱστορίζω.

Σημασιολογία

Συνιστῶ τινα μετ᾿ ἐπαίνων, κάμνω περί τινος καλὰς συστάσεις (οἱονεὶ ζωγραφίζω, χαρακτηρίζω τινὰ ὡς ἄγγελον, ἤτοι ἀγαθόν, καλὸν κττ.) Πελοπν. (Λακων.): Ἔννοια σου, πῆγα καὶ σὲ ἀγγελοστόρισα! (εἰρων.) Μετοχ., ὁ ὡς ἄγγελος ἱστορισμένος, ζωγραφισμένος, ἄρα ὡραῖος τὴν μορφήν, εὐειδής ἔνθ᾿ ἀν.: Πιδὶ ἀgιλουστουρ᾿σμένου, δὲ χουρταί᾿ς νὰ τοὺ βλέπ᾿ς! Ἴμβρ.|| ᾌσμ. Ἀγγελοστορισμένη μου, πο͜ιὸς σοῦ ᾿δωσε τὴ χάρι, νὰ σαϊττεύῃς τοὶς καρδιˬὲς δίχως νά ᾿χῃς δοξάρι; ἀγν. τόπ. ᾿Κείνη ποὺ σέρνει τοὺ χουρὸ πέρδικα πλουμισμένη, ἡ μάννα της τὴν γέννησι ἀgιλουστουρισμένη Μάδυτ. Κυρίγιˬα μ᾿, ὅdας σὶ ἰδῶ εἰς τοὺ χουρὸ πιˬασμένη, σὰν Παναγιˬὰ μὶ φαίνισι ἀgιλουστουρισμένη αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελικᾶτος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/