ἀγγελοστόριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελοστόριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγγελοστόριστος Πελοπν. (Λακων.) ἀgελοστόριστος Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγελοστορίζω.

Σημασιολογία

1)Ἐκεῖνος περὶ τοῦ ὁποίου ἐδόθησαν καλαὶ συστάσεις ὅτι εἶναι καλός, ἀγαθὸς, κττ. Πελοπν. (Λακων.): Τώρᾳ πήγαινε ὅπου θέλεις, εἶσαι ἀγγελοστόριστος. 2)Εὐειδής, ὡραῖος Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Ἡ δεῖνα εἶναι ἀgελοστόριστη Μάν.|| ᾎσμ. Παππᾶ μου ἀgελοστόριστε, | παππᾶ μου χρυσολειτουργὲ Μάν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελικᾶτος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/