ἀβαρία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβαρία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβαρία ἡ, (I) κοιν.

Ετυμολογία

Ἰταλ. avaria=βλάβη πλοίου.

Σημασιολογία

1)Βλάβη πλοίου ἢ τοῦ φορτίου του κατὰ τὸν πλοῦν, ἡ ἀπόρριψις τοῦ φορτίου εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς ἀποφυγὴν καταποντισμοῦ ἐν καιρῷ τρικυμίας κοιν. ὡς ναυτικὸς ὅρ.: Τὸ καράβι ἔκανε-ἔπαθε ἀβαρία. Κάναμε ἀβαρία ἀπὸ τὴ φουρτούνα κοιν.|| Φρ. Κάνω ἀβαρία (ἤτοι ὑποχωρῶ, μετριάζω τὰς ἀξιώσεις μου ἀρκούμενος εἰς ὀλίγα, ἐνῷ πρότερον ἐζήτουν πολλὰ) κοιν. β)Μεταφ. ἔκτρωσις τοῦ ἐμβρύου γυναικὸς Μεγίστ.: Ἔκαμεν ἀβαρίαν. γ)Ἔμετος Ἀθῆν. κ.ἀ.: Ἔκαν᾿ ἀβαρία. 2)Ζημία προερχόμενη ἐξ ἀβαρίας ἢ ἄλλης τινὸς αἰτίας σύνηθ.: Ἔπαθα ἀβαρία. Χωρὶς ἀβαρία δὲ θὰ τὰ καταφέρῃς (ἐπὶ ἀναγκαίων θυσιῶν) σύνηθ. Σήμερα ἔπαθα μιὰ ἀβαρία, ψόφησε ἕνα χτῆμα μου (ζῷον) Θήρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/