ἀβαριˬᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβαριˬᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβαριˬᾶτος ἐπίθ. σύνηθ. ὡς ναυτικός ὅρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβαρία καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶτος.

Σημασιολογία

Ὁ ὑποστὰς ἀβαρίαν, φθοράν, σύνηθ.: Καράβι ἀβαριˬᾶτο σύνηθ.|| Φρ. Εἶναι ἀβαριˬᾶτος (σκωπτικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἰς ἐξαιρετικὰς περιστάσεις, οἷον ἀσθενείας, τρόμου, ὕπνου βαθέος κττ., ὑφίσταται ἀκουσίως φυσικὰς ἐκκενώσεις τοῦ σώματος) Ἄνδρ. Πάει σὰν ἀβαριˬᾶτος (δηλ. ὡς παθὼν ζημίαν ἀβαρίας, ἄρα σκεπτικός, περίλυπος) Μεγίστ. 2)Ὁ ἐξ ἀβαρίας προερχόμενος σύνηθ.: Ἀβαριˬᾶτο πρᾶμα-ρύζι-σιτάρι κττ. (ἤτοι τὸ προερχόμενον ἐκ πλοίου ὑπόσταντος ἀβαρίαν) σύνηθ. Κουτσὰ ἀβαριˬᾶτα Κάλυμν. κ.ἀ. β) Μεταφ. ἀτημέλητος Μεγίστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/