ἀγγελούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγγελούδι τό, σύνηθ. ἀgελούδι πολλαχ. ἀγγιλούδ᾿ βόρ. ἰδιώμ. ἀντελούδιν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄγγελος.
Σημασιολογία
1)Μικρὸς ἄγγελος σύνηθ.: Παιδὶ ὄμορφο σὰν ἀγγελούδι σύνηθ. Φτερωτὰ ἀγγελούδια (οἱ ἐν τῇ εικονογραφίᾳ παριστανόμενοι μικροὶ πτερωτοὶ ἄγγελοι) ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 39 Μὴν τὸ μελετᾷς τὸ μακαρίτικο, τώρᾳ εἶναι ἀgελούδι (περὶ μικροῦ παιδίου ἀποθανόντος) Κεφαλλ.)|| Ποίημ. Ὁμοίως τ᾿ ἀγγελούδιˬα | ἀνέσπερα ἀστέριˬα τοῦ Πλάστη ἀπ᾿ τὰ χέριˬα | ἐβγαίναν λαμπρὰ ΔΣολωμ. 103 (ἔκδ. 1859) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελάκι 1 β)Ὁ ψυχοπομπὸς ἄγγελος Κύπρ.: Φρ. Εἶδεν τ᾿ ἀντελούδκιˬα του (ἐφοβήθη πολὺ) Κύπρ. 2)Μικρὸν παιδίον, θωπευτικῶς (διὰ τὴν ἀθῳότητά του) πολλαχ.: Τί bορεῖ νὰ σοῦ κάμῃ ἕν᾿ ἀgελούδι! Ἰθάκ. Τ᾿ ἀγγελούδι μου! (θωπευτικῶς ἐπὶ μικροῦ παιδίου) Νίσυρ. Ἀγγιλούδι μ᾿! Μακεδ. (Καταφύγ.)|| ᾎσμ Ἀλάφρυνε γῆ, ἀλάφρυνε, τὸ χῶμα ᾿ς τ᾿ ἀγγελούδι, θυμᾶσαι δὲ σὲ πίκρανε τ᾿ ὁλόχαρο λουλούδι (περὶ ἀποθανόντος νηπίου) Παξ. Συνών. ἀγγελάκι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA