ἀγγελοφέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοφέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγγελοφέρνω Πελοπν. (Κυπαρισσ.) ἀgελοφέρνω Σῦρ. (Ἑρμούπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ ρ. φέρνω, περὶ οὗ ὡς β΄ συνθετ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 252.
Σημασιολογία
I)Ἔχω ὁμοιότητα πρὸς τὸν ἄγγελον, εἶμαι ὡραῖος ὡς ἄγγελος Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.: Τί ὄμορφη ποῦ εἶν᾿ αὐτή, ἀgελοφέρνει! Ἑρμούπ. II)Εἶμαι ἕτοιμος νὰ παραδώσω τὴν ψυχήν μου εἰς τὸν ἄγγελον, ψυχορραγῶ Πελοπν. (Κυπαρισσ.): Πάει πεˬά, τελείωσε, ἀγγελοφέρνει αὐτός! Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελεύω 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA