ἀγκαίνιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκαίνιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγκαίνιˬαστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀγκαίνιˬαστους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀγκίνιˬαστος Θρᾴκ. Κυκλ. Κῶς Τῆλ. κ.ἀ. ἀgίνιˬαστος Θήρ. Κρήτ. Σύμ. κ.ἀ. ἀgίνιˬαχτους Σάμ. κ.ἀ. ἀgίνιˬαος Θήρ. ἀγκίνιˬος Κάλυμν. Κάρπ. Νίσυρ. Τῆλ. ἀgίνιˬος Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. *γκαινιˬαστὸς<᾿γκαινιˬάζω παρὰ τὸ ἐγκαινιˬάζω. Τὸ ἀγκίνιˬαστος ἐκ τοῦ ἑτέρου τύπ. ᾿γκινιˬάζω, τὸ δὲ ἀgίνιˬαος καὶ ἀgίνιˬος ἐκ τῶν πληρεστέρων ἀμαρτ. ἀγκίνιˬαγος καὶ ἀγκίνιγος.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ ἐγκαινιασθείς, ἀνεγκαινίαστος, ἐπὶ ναοῦ μὴ καθιερωθέντος δι᾿ ἰδίας ἐκκλησιαστικῆς τελετῆς Θρᾴκ. Κυκλ. (Θήρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βογατσ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ.) Σύμ. κ.ἀ.:Νεκκλήσι᾿ ἀgίνιˬαστη Σύμ. 2)Ὁ μὴ τεθεὶς εἰς χρῆσιν, ἀμεταχείριστος, καινουργὴς, συνήθως ἐπὶ ἐνδυμάτων, ἀγγείων κττ. Θρᾴκ. Κάλυμν. Κάρπ. Κρήτ. Κυκλ. (Θήρ. κ.ἀ.) Νίσυρ. Σάμ. Σύμ. Τῆλ. κ.ἀ.:Ἀgίνιιˬαστο ἔχω τὸ κοντόχι Κρήτ. Ἀgίνιˬαστα ροῦχα Σύμ. Ἀγκίνιˬαστο πουκάμισο φορῶ Τῆλ. Ἀγκίνιˬο χαρτὶ Νίσυρ. ᾿Ὰ βάλω τὴν ἀγκίνιˬα μου βράκα (᾿ὰ=θὰ) Τῆλ. || ᾎσμ. Θωρεῖ εἰς τὸ σεdούκιν του ἕνα λαιμὸ κοσάριˬα καὶ δυˬὸ λαιμοὺς ἀgίνιˬαστα ἄσπρα μαργαριτάριˬα Κρήτ. Συνών. ἄγγιχτος 2, ἀφόρετος, καινούργιˬος. β)Ἄθικτος, ἄψαυστος Κρήτ.:Γνωμ. Μὲ τὸ gαλλιˬά σου κάθιζε καὶ νηστικὸς σηκώνου, ἀκέρα͜ιο νά ᾿ναι τὸ ψωμί, τὸ πιˬάττο νά ᾿ν᾿ ἀgίνιˬο (συναναστρέφου μὲ τὸν ἠθικῶς ἀνώτερόν σου, ἔστω καὶ ἂν συντρώγων μετ᾿ αὐτοῦ μέλλῃς νὰ ἐγερθῇς νηστικός, παρὰ νὰ καιπαλᾷς μὲ τοὺς ἠθικῶς κατωτέρους, ὑπὸ τῶν ὁποίων ὑπάρχει κίνδυνος νὰ διαφθαρῇς) Κρήτ. γ)Ὁ μήπω εἰς ἐργασίαν χρησιμοποιηθείς, ἐπὶ ζῴων Κῶς κ.ἀ. || ᾎσμ. Σὰν ἄγριο μοῦ φαίνεται κιˬ ἀγκίνιαστο μουλάρι, μὰ θὰ ἰδῶ ἂν δέχεται καπίστρι καὶ σουμάρι Κῶς. Συνών. ἀκαμάτευτος. 3)Ὁ μὴ ὑποστὰς τὴν δι᾿ ὡρισμένης τελετῆς συντελουμένην κάθαρσιν καὶ διὰ τοῦτο ὑποκείμενος εἰς τὴν ἐπήρειαν πνευμάτων κακοποιῶν ἢ τὴν προσβολὴν ἐπιδημικῶν ἀσθενειῶν Στερελλ. (Αἰτωλ.):Ἀστένεις κιˬ οὕλα τὰ κακὰ νὰ τὰ καρτιρῇς, ἀφοῦ τοὺ χουριˬὸ εἶνι ἀγκαίνιˬαστου (κατὰ τὴν παραδ. ἐζευγνύοντο δύο νεαραὶ δαμάλεις δίδυμοι εἰς μικρὸν ἄροτρον καὶ ὡδηγοῦντο νὰ χαράσσουν περὶ τὸ χωρίον αὔλακα, εἶτα δὲ θυσιαζόμεναι ἐθάπτοντο εἰς τὸν τόπον, ὅθεν ἐξεκίνησαν καὶ ὅπου κατέληξαν περιχαράσσουσαι τὴν αὔλακα, ὁ δὲ τάφος ἐκαλύπτετο δι᾿ ὀγκώδους λίθου ὡς σήματος τῆς ταφῆς καὶ τοῦ γενομένου καθαρμοῦ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/