ἀβαρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβαρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀβαρῶ Μῆλ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀβάρα προστ. τοῦ ἀβαράρω κατὰ τὸ ἀντεστραεμμένον σχῆμα ἀγάπα-ἀγαπῶ, τραύα-τραυῶ κττ.
Σημασιολογία
Ἀπωθῶ, ἀπομακρύνω πόῖον ἀπὸ τῆς ἀκτῆς πρὸς ἀποφυγὴν προσκρούσεως εἰς αὐτὴν. Συνών. ἀβαράρω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA