ἀγκαλάκιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαλάκιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκαλάκιˬα τά, Χίος κ.ἀ. ἀgαλάκιˬα Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀγκαλάτσιˬα Μεγίστ. Χίος (Ὄλυμπ.)
Ετυμολογία
Ὑποκόρ. Τοῦ οὐσ. ἀγκάλη.
Σημασιολογία
Αἱ ἀγκάλαι: ᾌσμ. Ἂν μ᾿ ἀρνηθῇς, θὰ πά᾿ νὰ πῶ πῶς σ᾿ ἔχω φιλημένη, πῶς σ᾿ ἔχω ᾿ς τὰ ἀgαλάκιˬα μου τόσες φορὲς βαλμένη Κρήτ. Τσαὶ νεˬὸς σὸ πόθον τό ᾿βαλεν τσαὶ τσυνηγάει, μέσ᾿ ᾿ς τ᾿ ἀγκαλάτσιˬα του τὰ δυˬὸ τήνε γλυκοφιλάει Μεγίστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA