ἀγγελοφορῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοφορῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγγελοφορῶ ἀμάρτ. ἀgελοφορῶ Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Μετοχ. ἀgιλουφουρισμένους Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ ρ. φορῶ. Ἡ μετοχ. ἀgιλουφουρισμένους ἐγεννήθη κατὰ παρασχηματισμόν, διότι παρὰ τὸ φορῶ λέγεται καὶ φορίζω μετβ.
Σημασιολογία
Ἐνδύομαι κατάλευκα ἑόρτια ἐνδύματα ἢ ἐν γένει ἐνδυμασίαν ἁρμόζουσαν εἰς ἄγγελον, καὶ δὴ ὡραίαν, ἔξοχον (τὸν ἄγγελον φαντάζεται ὁ λαὸς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον λευχειμονοῦντα συμφώνως πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδ. Πβ. Ματθ. Εὐαγγ. 28,3 «ἧν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ [δηλ. τοῦ ἀγγέλου] ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡς χιών»): Ἀgελοφόρεσε σήμερα, γιˬατὶ εἶναι γιορτὴ Ἑρμούπ.|| ᾌσμ. Ἀgελοφορεμένη μου, μέλι μὲ τοὶς γλυκάδες, φαρμάκι ποῦ μὲ πότισες αὐτὲς τοὶς ἑβδομάδες Ἑρμούπ. Ἀgιλουφουρισμένη μου, πο͜ιὸς σ᾿ ἔδωκε τὴ χάρι, νὰ σαϊττεύῃς τοὶς καρδιˬὲς χουρὶς νά ᾿χῃς δουξάρι; Μάδυτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA