ἀγκαλεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαλεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκαλεˬὰ ἡ, ἀγκαλέα Κύθηρ. Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀgαλέα Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν.) ἀgαλὲ Δ.Κρήτ. ἀγκαλία Αἴγιν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀγκαία Τσακων. ἀgαλία Μέγαρ. ἀγκαλεˬὰ κοιν. ἀgαλεˬὰ Ἄνδρ. Θρᾴκ. Κρήτ. Κύθν. Λέσβ. Μύκ. Προπ. (Κύζ.) Σάμ. Σκόπ. κ.ἀ. ἀζgαλεˬὰ Σαμοθρ. ἀγκάλεˬα Μακεδ. (Κοζ.) ᾿γκαλεˬὰ Κύπρ. ᾿γκάλεˬα ἀγν. τόπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκάλη. Ὁ μετασχηματισμὸς κατὰ τὰ εἰς –εˬὰ τὰ δηλωτικὰ τοῦ ἐφάπαξ λαμβανομένου ποσοῦ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,254.
Σημασιολογία
1)Τὸ ἐφάπαξ δυνάμενον νὰ περιληφθῇ ἐν τῇ ἀγκάλῃ, ἡ ἀγκάλις, ἐπὶ ξύλων, σταχύων, χόρτων, φρυγάνων, κληματίδων κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.):Μιˬὰ ἀγκαλεˬὰ ξύλα-κλαδιˬὰ-χορτάρι κτλ. Μιˬὰ ἀγκαλεˬὰ ροῦχα κοιν. Μία ἀγκαλία κλήματα Κύμ. Μιˬὰν ἀgαλεˬὰ φρύανα Μύκ. Ἕναν ἀγκαλέαν-δύο ἀγκαλέας ξύλα Οἰν. Χαλδ. Ἐνέγκα νίαν ἀγκαία κᾶβα τσερὰ (ἔφερα μίαν ἀγκαλεˬὰ ξύλα ξηρὰ) Τσακων. || Φρ. Μιˬὰ ἀγκαλεˬὰ πράματα (πολλὰ) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Μιˬὰ ἀgαλεˬὰ πρᾶμα (ὀλίγον) Κρήτ. || ᾌσμ. Καὶ ἤστειλε τὸν ἄgελο μὲ κοφτερὸ δραπάνι μᾶσε μαζώνει ἀgαλεˬές, δεμάθιˬα μᾶσε κάνει Κρήτ. Προβάλιτι νὰ δοῦτι μιˬὰν ἀgαλεˬὰ μιτ᾿ σμὲ᾿, σιρβέττις ᾿ς τοὺ λιμό τουν κιˬ ἀξάgουνα διμέ᾿ (προβάλετε νὰ ἴδετε ἕνα ὅμιλον μεθυσμένων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μανδήλια εἰς τὸν λαιμὸν καὶ εἶναι ἐξάγκωνα δεμένοι. Σκωπτικὸν) Λέσβ. Συνών. ἀγκαλίδα. 2)Ὁ κεκαμμένος βραχίων ἢ οἱ βραχίονες, δι᾿ ὧν περιβάλλεταί τι, ἡ ἀγκάλη κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.):Τὸ παιδὶ κοιμᾶται ᾿ς τὴν ἀγκαλεˬὰ τῆς μάννας του. Δὲν ξεκολλάει ἀπὸ τὴν ἀγκαλεˬὰ μου. Πῆρε τὸ παιδὶ ᾿ς τὴν ἀγκαλεˬά της.Τὸ βαστάει-κρατάει ᾿ς τὴν ἀγκαλεˬά του κοιν. Ἔλα μου δῶ ᾿ς τὴν ἀgαλία μου Μέγαρ. Νὶ ἔ᾿ ἔχου ὰν ἀγκαία σι (τὴν ἔχει εἰς τὴν ἀγκάλην του) Τσακων. Ἴουρ ἔι ὰν ἀγκαία (κρατεῖ εἰς τὴν ἀγκάλην) αὐτόθ. || Φρ. Φιλε͜ιά, ἀγκαλεὲς (ἐπὶ θερμῶν περιπτύξεων καὶ ἀσπασμῶν) Τοῦ ἀρέσει ἡ ἀγκαλεˬὰ (ἡ μετὰ γυναικὸς κοινωνία) σύνηθ. || ᾌσμ. Αὐτὸν τὸν νεˬὸ ποῦ σοῦ ᾿στειλα νὰ μὴ μοῦ τὸν μαράνῃς, νὰ τὸν κρατῇς τριˬαντάφυλλο καὶ μῆλο νὰ τὸν ἔχῃς καὶ μέσ᾿ ᾿ς τὴν κρύα σου ἀγκαλεˬὰ νὰ μοῦ τονε κατέχῃς Πελοπν. Πέρα ᾿ς τοὺν πέρα μαχαλᾶ κὶ ᾿ς τὴν ἀπάνου γειτουνιˬὰ μιˬὰ λυγιρὴ κοιμώντανε ᾿ς τ᾿ ἀντροῦς της τὴν ἀγκάλεˬα Κοζ. 3)Ζεῦγος ἢ ὁμὰς περισσοτέρων τῶν δύο Σαμοθρ.: Οἱ σαλιˬά᾿ ᾿τῶdι ἀζgαλεˬὲς ἀζgαλεˬὲς (οἱ κοχλίαι κείτονται κατὰ ὁμάδας). β) Ἐπιρρηματ., ἐν τῇ ἀγκάλῃ (ἐκ τῶν φρ. βαστῶ-κρατῶ-παίρνω ᾿ς τὴν ἀγκαλεˬὰ κατὰ παράλειψιν τοῦ ἄρθρ. καὶ τῆς προθ., εἰς ἣν συνετέλεσαν αἱ φρ. τοῦ ἐπιρρ. ἀγκαλεˬαστά, ὃ πβ.) σύνηθ.: Βαστῶ-κρατῶ-παίρνω ἀγκαλεˬὰ σύνηθ. Νὶ ἆντζε ἀγκαία (τὸ ἐπῆρε ἐν τῇ ἀγκάλῃ) Τσακων. || Φρ. Κοιμᾶμαι ἀγκαλεˬὰ μὲ τὸν δεῖνα (ἐνηγκαλισμένος). Ἦσαν ἀγκαλεˬὰ (ἐνηγκαλισμένοι) σύνηθ. Τσακώνει τους ἀγκαλεˬὰ (τοὺς εὑρίσκει ἀνηγκαλισμένους) Κάλυμν.|| ᾎσμ. ᾿Γκαλεˬὲς ᾿γκαλεˬὲς ἐπιˬάσασιν τ᾿ ἐπῆαν εἰς τὴν κλίνην (γκαλεˬὲς ἐπιˬάσασιν=περιέβαλον διὰ τῶν χειρῶν τὴν ὀσφὺν ἀλλήλων) Κύπρ. 3)Ἔδαφος κοῖλον καὶ χαμηλὸν εἰς τὰς κλιτύας βουνοῦ ΧΧρηστοβασ. Ξενιτ. 45:Τοῦ χουριˬοῦ ποῦ εἶναι ᾿ς τὴν ἀγκαλεˬὰ τῆς ράχις. 4)Δοκὸς συσφίγγουσα τὰς ψαλίδας μεταξὺ τῆς μεσόδμης καὶ τῆς ζώνης τῆς στέγης Ἤπ. 5)Σιδηροῦν τεμάχιον τῆς στέγης σχήματος Π περιβάλλον τὴν δοκὸν Προπ. (Κύζ.) 6)Μακρὸς κλάδος λύγου ἢ κλῆμα ἀμπέλου, διὰ τοῦ ὁποίου περιδένουν τὴν ἀγκαλίδα τῶν σταχύων Κύθν. Συνών. ἀgάλιστρο (ἰδ. ἀγκάλιστρος 1). 7)Πληθ. τὰ ξύλινα περιζώματα τῶν μεγάλων κάδων τῆς οἰνοποιίας ἢ τοῦ κτηρίου τοῦ ἀνεμομύλου Θεσσ. (Ζαγορ.) Πβ. ἀγκάλη, ἀγκάλιˬα (I).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA