ἀβάσκαντος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβάσκαντος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβάσκαντος ἐπίθ. Κυκλ. (Ἑρμούπ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Αἴγ.) κ.ἀ. ἀβάσκαντουςἬπ. (Ἰωάνν.) Μακεδ. (Βογατσ.) κ.ἀ. -ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 4 ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 55 ἀβάσκαγος ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,147 (ἔκδ. 1912) ἀβάσκαγους Ἤπ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀβάσκαντος συχνάκις ἀπαντῶν ἐν παπύροις. Πβ. BGU 811,5 «τὰ ἀβάσκαντά σου παιδία», 714,12 «ἄσπασαι καὶ τὰ ἀβάσκαντά σου τέκνα» =ποῦ νὰ μὴ βασκαθοῦν!

Σημασιολογία

Ὁ μὴ προσβαλλόμενος ὑπὸ τῆς βασκανίας, ὁ μὴ βασκαινόμενος ἔνθ’ἀν.: Εἶναι ἀβάσκαντος γιˬατὶ ἔχει φυλαχτὸ ἀπάνω του Κυκλ. Τί τ’ βάζ’ς σκόρδου; αὐτὸς εἶνι ἀβάσκαντους Ἰωάνν. Εἶναι ἔξυπνο καὶ γνωστικὸ τ’ ἀβάσκαντο! (ποῦ νὰ μὴ βασκαθῇ!) ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ἀν. Σωστὸς τράγος ὁ ἀβάσκαγος, ὅλα τοῦ κορμιˬοῦ του καὶ τῆς ὄψις του τὰ σημάδιˬα μὲ τράγο τὸν παρώμο͜ιαζαν! ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ἀν.|| Ποίημ. Ἄλλη μιλάει γιˬὰ τὰ μαλλιˬὰ τῆς ἄλλης, τοὶς πλεξοῦδες, ποῦ εἶναι σὰν δεντρογαλιˬὲς καὶ μαῦρες, κορακᾶτες, καὶ λέει πῶς μὲ τὸ γύτεμα τ’ ἀβάσκαντα τρανεύουν ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ἀν. Συνών. ἀμάτιˬαστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/