ἀγγελοχτυπε͜ιοῦμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοχτυπε͜ιοῦμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγγελοχτυπε͜ιοῦμαι ἀμάρτ. Ἀόρ. ἀγγελοχτυπήθη Καππ. (Σινασσ.) Μετοχ. ἀγγελοχτυπημένος Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ ρ. χτυπε͜ιοῦμαι, δι᾿ ὃ ἰδ. χτυπῶ.
Σημασιολογία
Πλήττομαι ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου τοῦ θανάτου, ψυχορραγῶ: Ἀγγελοχτυπήθη (ἤρχισε νὰ ψυχορραγῇ) (Συνών. φρ. τὸν χτύπ᾿σεν ὁ ἄγγελος). Συνών. ἀγγελεύω 3. Μετοχ. ἀγγελοχτυπημένος 1)Ὁ ψυχορραγῶν, ὁ πνέων τὰ λοίσθια. Συνών. ἀγγελοβαρημένος. 2)Ὁ καιρίως πληγεὶς ὑπὸ τοῦ ψυχοπομποῦ ἀγγέλου: ᾎσμ. Ἐκεῖ ἔν᾿ ὁ Γιˬαννάκις, ἄχ, Γιˬαννάκι μου, δωμένος, σκοτωμένος καὶ ὀρεικείμενος, ἀγγελοχτυπημένος καὶ ἀναγνώριστος Πβ. ἀγγελοσκορπισμένος (ἰδ. ἀγγελοσκορπίζομαι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA