ἀβασταξιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβασταξιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβασταξιˬὰ ἡ, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κυκλ. Κωνπλ. κ.ἀ. ἀβαστηξιˬˬὰ Μακεδ. ἀβασταγιˬὰ Κυκλ. Μακεδ. (Καταφύγ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἀβάσταχτος παρασχηματισθὲν διὰ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. ἐβάσταξα. Ὁ τύπ. ἀβαστηξιˬὰ ἔχει τὸ η κατ’ ἀναλογ. τοῦ ἀορ. ἐβάστηξα τοῦ βαστῶ.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ μὴ δύναταί τις νὰ περιμένῃ, ἔλλειψις ὑπομονῆς, ἀνυπομονησία ἔνθ’ ἀν.: Δὲν περιμένει, τὸν ἔχει πιˬάσει ἀβασταξιˬά! Κυκλ. Ἔχει μιˬὰ ἀβασταγιˬὰ ποῦ δὲν λέγεται! αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/