ἀγκαλεˬάσιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαλεˬάσιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκαλεˬάσιμο τό, ἀμάρτ. ἀγκαλσιμον Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἐγκαλσιμο Πόντ. (Ὄφ.) ἀγκαλέσιμον Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκαλεˬάζω.
Σημασιολογία
Ἐναγκαλισμός, περίπτυξις ἔνθ᾿ ἄν.: Φρ. Ἐγκαλσιμο σ᾿ νά μ᾿ ἔτουνε! (νὰ μὴ ἦτο! Ἀρὰ μετὰ χαριεντισμοῦ πρὸς πρόσωπον οἰκεῖον, οἷον μητρὸς πρὸς τέκνον ἢ γυναικὸς πρὸς φίλον θέλοντα νὰ ἐναγκαλισθῇ αὐτὴν) Ὄφ. Ἐγκαλσιμο σ᾿ νὰ μὴ ᾿ίνεται! (νὰ μὴ γίνεται! Συνών. τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ. Συνών. ἀγκάλεˬασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA