ἀβάσταχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβάσταχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβάσταχτος ἐπίθ. ἀβάστακτος Κίμωλ. ἀβάσταχτος κοιν. ἀβάσταχτους βόρ. ἰδιώμ. ἀβάστηχτους Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ. ) ἀβάσταγος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀβάσταγους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Καταφύγ. Κοζ. κ.ἀ.) ἀβάσταος Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Πόντ. (Σάντ.) κ.ἀ. ἀναβάσταγος Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.) κ.ἀ. ἀνεβάσταγος Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Δημητσάν. Λακων. Λάστ. Μάν. κ.ἀ. ἀνιβάσταγους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνιβάσταους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀβάστακτος ἐκ τοῦ στερητ. ἀ-καὶ τοῦ ρ. βαστάζω=ὃν δὲν δύναταί τις νὰ βαστάσῃ ἢ νὰ φέρῃ. Τὸ η τοῦ τύπ. ἀβάστηχτους κατ’ ἀναλογ. τοῦ ἐβαστήχτηκα ἀορ. τοῦ βαστε͜ιέμαι παρὰ τὸ βαστῶ, ὅπερ ἄλλως ἐπέδρασε καὶ εἰς τὴν σημασιολογικὴν ἐξέλιξιν. Τὸ ἀβάσταγος ἐκ τοῦ βαστῶ-βαστε͜ιέμαι ἤδη μεσν. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ αὐτοῦ ἰδ. ΙΚακριδ. ἐν Ἀθηνᾷ 38 (1926) 198 κἑξ. Περὶ τῶν τύπ. ἀνα-ἀνεβάσταγος ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ κἑξ.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ βασταχθῇ, συνήθως ἕνεκα τοῦ βάρους του πολλαχ.: Ἀβάσταχτο εἶναι πεˬὰ τὸ ροῦχο (ἔνδυμα χειμερινὸν ἐν ὥρᾳ ἔαρος) Ἀθῆν. Νεκρὸς ἀβάσταχτος Κρήτ. Ἔβαλις τ’ ἀλόγ’ φόρτουμα ἀβάσταχτου Ἤπ. (Ἴωάνν.) β) Ἐκεῖνος, τὸν ὀποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ὑποφέρῃ, ὀχληρός, ἀνυπόφορος Ζάκ. Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Λακων. Σουδεν. Φεν.) κ.ἀ.: Τᾶ ὅσα ἔχω παθημένα εἶναι ἀβάσταχτα (ἤτοι τὰ βάσσανά μου εἶναι τοσαῦτα, ὥστε δὲν δύναταί τις νὰ τὰ ὑποφέρῃ) Κρήτ. Ἀβάσταχτος καμὸς εἶναι τοῦτος! (καμὸς=καηˬμός,λύπη) Ἀπύρανθ. Βάσανα ἀβάσταχτα! Ἀδριανούπ. γ)Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ βασταχθῇ, ἀνυπόμονος, ἀκράτητος, ὁρμητικὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἀβάσταχτος ἄνθρωπος, ἀβάσταχτη γυναῖκα, ἀβάσταχτο κορίτσι-παιδὶ κττ. Τί ἀβάσταγος ποῦ εἶσαι, καηˬμένε, δὲ βαστε͜ιέσαι λιγάκι! κοιν. Ἀνιβάσταη ’ναῖκα Αἰτωλ. Ἄλουγου-μπλάρ’ ἀβάσταγου (μπλάρ’=μουλάρι) Ζαγόρ. Ἀβάσταγα ὄρνιˬα ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ. 34|| Φρ. Τὸν ἀβάσταγο ἔχω (δὲν κάμνω ὑπομονήν, δὲν περιμένω, κατὰ προσωποποίησιν τῆς λ. οὐσιαστικῶς λαμβανομένης) ΑΠαπαδιαμ. Νοσταλγ. 94. Ἡ σημ. αὕτη καὶ μεσν. Πβ. Βίον. Νείλου νεωτ. P.G. 120,156B «καθάπερ γὰρ ξυστῆρα αὐτὸν εἶχεν ἢ ἄλλο τι ἐργαλεῖον πρὸς τοὺς ἀβάσταγους καὶ ἀνυπομονήτους». δ)Εὐερέθιστος, ὀξύθυμος Κύπρ. Πόντ. (Σάντ.) κ.ἀ.: Ἔν’ ἀβάσταος ταὶ δέρνει τὰ παιδκιˬά του Κύπρ. Μὲ γιˬὰ τίποτε θυμών-νει, ἔν’ τέλε͜ια ἀβάσταος ἄδρωπος αὐτόθ. ε)Ὁ μὴ ἀντέχων εἰς τὰς θλίψεις, ὀλιγόψυχος Κύπρ. κ.ἀ.: Εἶσαι πολλὰ ἀβάσταος, πρέπει νὰ ’ῃς ταὶ νάκ-κον ’πομονὴν (νάκ-κον=ὀλίγον) Κύπρ. 2)Ὃν δὲν ἐφόρεσέ τις, ἐπὶ ἐνδυμάτων Μακεδ: Ἀβάστηχτου ν’ ἀπουμείν’ τοὺ φουστάν’ σ’! (ἀρά, ἤτοι νὰ μὴ προφθάσῃς νὰ τὸ φορέσῃς, νὰ ἀποθάνῃς προτοῦ τὸ φορέσῃς). Συνών. ἀφόρετος. 3)Ὁ μὴ ἀντέχων, ὁ μή βαστῶν, πρόσκαιρος, φθαρτὸς Ἀθῆν. Κίμωλ. Κρήτ. κ.ἀ.: Τὰ ροῦχα ἀπάνω του εἶναι ἀβάσταχτα (φθείρονται τάχιστα) Ἀθῆν. Τὸ Μανιˬάτικο εἶναι ἀβάστακτο (τὸ ἐκ βάμβακος Μάνης κατασκευαζόμενον νῆμα θραύεται εὐκόλως κατὰ τὴν ὕφανσιν) Κίμωλ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπον Ἀβάσταγος καὶ ὡς ἐπών. Ζάκ. Κεφαλλ. Πβ. καὶ τὸ μεσν. ἐπών. Ἀβάστακτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/