ἄβαε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄβαε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄβαε ἐπίθ. Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τῆς μετοχ. βαὲ τοῦ ρ. βοῦ=κλαίω, πβ. Ἡσυχ. «ἄβακτον· τὸ μὴ μακαριστόν», ἤτοι χωρὶς μακαρίαν καὶ κλαυθμούς. Διὰ τὸ ἀρχ. συμφωνικὸν σύμπλεγμα κτ ἴσον τῷ νεωτ.  τῆς Τσακων. πβ. τὰ ὅμοια δάκτυλος-δάυλε, διαλεκτὸς-διαλεὲ, νύκτα-νιˬούα (ἰδ. ΜΔέφνερ. Λεξικ.)

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος, δι’ ὅν δὲν ἔκλαυσέ τις, ὁ ἄκλαυστος: Ἄβαε ἐπενᾶτζε ὰν ξενικεία (ἄκλαυστος ἀπέθανε εἰς τὴν ξενιτείαν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/