ἀγγιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγγιˬάζω Βιθυν. (Κατιρ. κ.ἀ.) Ζάκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γορτυν. Καστάν. Λακων. Λάστ. Οἰν. Φεν. κ.ἀ.) ἀgιˬάζω Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. ἀgιˬάζου Σάμ. ἀντζάζου Τσακων. ἀντζάχου Τσακων. ᾿γγιˬάζω Λευκ. Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. κ.ἀ.) ᾿gιˬάζω Ἰθάκ. Κεφαλλ. κ.ἀ. ᾿τζιˬάζω Ἀθῆν. (παλαιότ.) ᾿τιˬάζω Πελοπν. (Τρίκκ.) ᾿τζιˬάγω Εὔβ. (Κύμ.) ἀγγιˬάω Ζάκ. Πελοπν. (Λακων. Μαζαίικ. Μεγαλόπ.) ἀgιˬάω Σῦρ. (Ἑρμούπ.) ἀγγιˬῶ Μακεδ. Πελοπν. (Δημητσάν.) ᾿γγιˬῶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Σέριφ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿γγιˬοῦ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿γγιˬάω Ζάκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν. Δημητσάν.) ᾿γγιˬάου Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿gιˬάου Θεσσ. ᾿τζιˬάω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Μετοχ. ᾿γγιˬουμένους Ἤπ. (Ἄρτ. κ.ἀ.) ᾿γγιˬαμένους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγίζω. Ὁ μεταπλασμὸς κατ᾿ ἀναλογ. τῶν εἰς –ιˬάζω ρ. καθὼς καὶ ἀξιˬάζω παρὰ τὸ ἀξίζω, ἀρατιˬάζω παρὰ τὸ ἀρατίζω κττ.

Σημασιολογία

1)Ἐγγίζω που, θίγω τι, ἄπτομαί τινος σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Τσακων.: Νὰ μὴ ᾿γγιˬάζῃ χάμου Καλάβρυτ. Σέπει ἅμα ᾿γγῇ λεμόνι μὲ λεμόνι (σέπει=σήπεται) Σέριφ. Τήρα μὴ μὲ ᾿γγιˬάξῃς ᾿ς τὴν πληγή μου Καλάβρυτ. Μὴ μὲ ᾿gιˬάζῃς ᾿ς τὸ χέρι, γιˬατὶ μοῦ πονεῖ Ἰθάκ. Πρόσεξε μὴ μ᾿ ἀγγιˬάζῃς Λακων. Δὲ bορεῖ νὰ σὲ τζιˬάξῃ κἀνένας Τρίκ.|| Φρ. Μ᾿ ἄγγιˬαξες ᾿ς τὴν καρδιˬὰ (μὲ ἐλύπησες κατάκαρδα) Ἀρκαδ. Αὐτὸ τὸν ᾿γγιˬάζει ᾿ς τὴν καρδιˬὰ (τὸν θλίβει βαρέως) Αἴγ. Ἄγγιˬαξε τὸ μαχαίρι ᾿ς τὸ κόκκαλο (ἐπὶ θανασίμου ἠθικῆς προσβολῆς ἢ ἐπὶ ὑποθέσεως, ἥτις ἔφθασεν εἰς τὸ ἀπροχώρητον) Ζάκ. ᾿Γγιˬουμένα! (ἐνν. τὰ πεντόβολα. Λέγεται ἡ φρ. ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν πεντοβόλων, ὅταν ἐπιτρέπεται νὰ τὰ ἐγγίσῃ ὁ ρίπτων. Ἀντίθ. ἄγγιˬουχτα, περὶ οὗ ἰδ. ἄγγιˬαχτος. 2)Ἄρτ.|| Παροιμ. Ἂν μὲ ᾿gιˬάξῃς ᾿ς τὴν ὀρά, θὰ σὲ ᾿gιˬάξω ᾿ς τὴν καρδιˬὰ (ἐπὶ φιλησύχου καὶ γενναίου ἀνδρὸς, ὅστις δὲν ὑβρίζει μὲν κἀνένα, τιμωρεῖ ὅμως σκληρῶς ἐκεῖνον, ὅστις καὶ κατ᾿ ἐλάχιστον τὸν προσβάλλει) Κεφαλλ. Κοίτα με καὶ μὴ μ᾿ ἀγγιˬᾷς (ἐπὶ τοῦ ἐξ ἐλαχίστης ἀφορμῆς ὀργιζομένου καὶ ἐπὶ ρυπαροῦ ἢ φαύλου, ὧν πρέπει νὰ ἀποφύγωμεν τὴν φιλίαν, προσέτι δὲ ἐπὶ λεπτοῦ καὶ εὐθραύστου σκεύους καὶ ἐπὶ ἀνθρώπου ἰσχνοτάτου ἢ ἀσθενικοῦ, τὸν ὁποῖον καὶ ἐγγίζων τις βλάπτει) Λακων. κ.ἀ. Σεῖσε με καὶ μὴ μὲ ᾿γγιˬᾷς (ἐπὶ ἑτοιμορρόπου κτηρίου ἢ ἑτοιμοθανάτου ἀνθρώπου) Ἀρκαδ. Γορτυν.|| ᾎσμ. Εἶχα παιδιˬὰ καὶ σύζυγο ἡ μαύρ᾿ ἀdρειωμένους, μὰ τὸ σπαθὶ τοῦ Χάρου τσ᾿ ἄgιˬασε καὶ τσ᾿ ἔχ᾿ ὅλους παρμένους Κρήτ. β)Συνορεύω, γειτνιάζω Εὔβ. (Κύμ.): Μ᾿ ἔτζιˬαγε τ᾿ ἀμπέλι καὶ τὶ ᾿γόρακα. 2)Ἐνοχλῶ, πειράζω Ἀθῆν. (παλαιότ.) Βιθυν. Εὔβ. (Κύμ.) Ζάκ. Θεσσ. Πελοπν. (Δημητσάν. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν. κ.ἀ.): Μὴ μὲ ᾿γγιᾷς μὲ τὰ λόγιˬα σου Καλάβρυτ. Ἂ τρομᾷς, ἄγγιˬαζέ με (ἂν τολμᾷς) Λακων.|| Φρ. Μὴ μ᾿ ἀγγιˬᾷς νὰ μὴ σ᾿ ἀγγιˬάξω Δημητσάν. β)Δέρνω Πελοπν. (Μάν.): Μοῦ τ᾿ ἄgιˬαξε τὸ παιδί μου 3)Προσβάλλω Πελοπν. (Δημητσάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Εἶνι κρύου, θὰ σὶ ᾿γγιˬάξ᾿ ᾿ς τοὺ πλιμόνι (θὰ προσβληθῇς ὑπὸ περιπνευμονίας) Αἰτωλ. Ἂν τό ᾿καμα, τόσο κακὸ νὰ μὲ ᾿γγιˬάξῃ! Δημητσάν. Μ᾿λαρ᾿ ᾿γγιˬαμένου (μουλάρι νοσηρᾶς καταστάσεως) Αἰτωλ. Πβ. ἀγγεύω, ἀγγίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/