ἀγγιˬάξιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγιˬάξιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγγιˬάξιμο τό, ἀμάρτ. ἀγγιˬάξ᾿μου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿γγιˬάξ᾿μου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿γγιˬούξ᾿μου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿τζιˬάξιμο Πελοπν. (Τρίκκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγιˬάζω. Τὸ ᾿γγιˬούξ᾿μου ἐκ τοῦ τύπ. ᾿γγιˬοῦ παρὰ τὸ ᾿γγιˬῶ.
Σημασιολογία
1)Ἐπαφή, πρόσψαυσις Πελοπν. (Τρίκκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μ᾿ ἕνα ᾿γγιˬάξ᾿μου π᾿ σὄκαμα ἀρχί᾿σις, καηˬμένι, τοὺ κλαάψ᾿μου! Αἰτωλ. Μὶ τοῦ παραμ᾿κρότιρου ᾿γγιάξ᾿μου πέφτ᾿ τοὺ σκάνdαλου ἀπ᾿ τοὺ τ᾿φέ᾿ αὐτόθ.|| Φρ. Δὲ bαίρνει ᾿τιˬάξιμο (ἐπὶ ἀνθρώπου εὐερεθίστου) Τρίκκ. Συνών. ἄγγιˬασμα 1, ἀγγίξιμο 1, ἄγγισμα 1. 2)Προσβολὴ ὑπὸ νόσου, συνήθως τῆς φθίσεως Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πβ. ἀγγίξιμο 2, ἄγγισμα 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA