ἀγκαλεˬαστὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαλεˬαστὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀγκαλεˬαστὰ ἐπίρρ. σύνηθ. ἀgαλεˬαστὰ πολλαχ. ἀγκαλστὰ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγκαλεˬαστός.
Σημασιολογία
Ἐνηγκαλισμένως ἔνθ᾿ ἀν.:Κοιμῶνται-κάθονται-περπατοῦν ἀγκαλεˬαστὰ σύνηθ. Μπαλεύγομε ἀγκαλεˬαστὰ (ἀγωνιζόμεθα ἐν πάλῃ δι᾿ ἐναγκαλισμοῦ) Τῆν. || ᾎσμ. Νὰ τὸν φιλήσω ἀγκαλεˬαστὰ ᾿ς τὰ μάτιˬα καὶ ᾿ς τὸ στόμα ΚΚρυστάλλ. 1,233 (ἔκδ. 1912).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA