ἀγκαλεˬαστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκαλεˬαστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγκαλεˬαστὸς ἐπίθ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κάρπ. Κύπρ. κ.ἀ. ἀgαλεˬαστὸς Ἄνδρ. Κρήτ. κ.ἀ. ἀγκαλστὸς Πόντ. (Κερασ. Σάντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκαλεˬάζω.Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Ὁ μετά τινος ἄλλου ἐνηγκαλισμένος Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Σάντ.) κ.ἀ.: Τὰ βρήκαμε ἀγκαλεˬαστὰ τὰ παιδάτσα Κάρπ. Ἔρκουνται ἀγκαλεˬαστοὶ Κύπρ. Ἐπηγαίναν ἀγκαλεˬαστοὶ τ᾿ ἐτραγουδοῦσαν αὐτόθ. Περπατούσαμε ἀgαλεˬαστοὶ Ἄνδρ. || ᾎσμ. Ἀgαλεαστοὶ ἀποθάνασι τέκνα μὲ τσοὶ μαννάδες Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. 2)Οὐσ., χορὸς καθ᾿ ὃν οἱ χορευταὶ συμπλέκουν τὰς χεῖρας ὑπὲρ τοὺς ὤμους τῶν ἐχόντων περιττὸν ἀριθμὸν χορευτῶν Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/