ἀγκαλετός

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκαλετός

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγκαλετὸς ὁ, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἐγκαλετὸς Πόντ. (Κερασ.) ἀγκαλετὸν τό, Πόντ. (Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκαλῶ.

Σημασιολογία

Μήνυσις, ἀγωγὴ εἰς δικαστήριον ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐπῆγεν ᾿ς σὸν ἀγκαλετὸν (διὰ νὰ κάμῃ μήνυσιν) Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. Συνών. ἀγκάλεμα, ἀγκάλιˬα (II).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/