ἀγκάλιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκάλιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκάλιˬα τά, (I) Κάλυμν. Κάρπ. Κύπρ. Μακεδ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν.) Ρόδ. κ.ἀ. ἀgάλιˬα Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγκάλη κατὰ μεταπλ. τοῦ πληθ.
Σημασιολογία
1)Οἱ κεκαμμένοι βραχίονε,δι᾿ ὧν περιβάλλομέν τι Κάλυμν. Κάρπ. Κύπρ. Μακεδ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν.) Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ.:Ἔλ᾿ ᾿ὰ σὲ πιˬάσω ᾿ς τ᾿ ἀgάλιˬα μου Σύμ. Θωρῶ τ᾿ ἀγκάλιˬα σ᾿ ἀνοιχτὰ Κύπρ. || ᾌσμ. Τὸ χέρι σου τ᾿ ὁλόασπρο μὲ τὸ φαρδὺ μανίκι νὰν τό ᾿χα γιˬὰ προσκέφαλο δυˬὸ μέρες καὶ δυˬὸ νύχτες, οἱ μέρες νά ᾿σαν τοῦ Μαϊοῦ κ᾿ οἱ νύχτες τοῦ Γενάρι, νὰν τὸ χορτάσω φίλημα, νὰν τὸ χορτάσω ἀγκάλιˬα Ἀρκαδ. Ἐψὲς ὣς τὰ μεσάνυχτα ᾿ς τ᾿ ἀγκάλιˬα μὀκοιμάτουν, ἐσήκωσά την γιˬὰ νὰ πά᾿ τ᾿ ἐλούθην τοῦ κλαμάτου (ἐλούσθη ἀπὸ τὰ ἄφθονα δάκρυα) Κύπρ. Σὲ βάλλω μέσ᾿ ᾿ς τ᾿ ἀγκάλιˬα μου, ξεφουντωμένο ρόδο (πρὸς κόρην ἀγαπωμένην) Κάλυμν. β)Ἐπιρρηματ., ἐνηγκαλισμένως, ἀγκαλεˬαστὰ Κύπρ.:Φρ. Ἀγκάλιˬ᾿ ἀγκάλιˬα κοιμοῦνται (ἐνηγκαλισμένοι) || ᾎσμ. Ἀγκάλιˬ᾿ ἀγκάλιˬα περπατῶ ταὶ σὰν ἀναστενάζω, πῶς δὲν ραΐζουν τὰ βουνὰ μονάχος μου θαμ-μάζω Κύπρ. 2)Τὸ μέρος τοῦ σώματος τὸ ὑπὸ τῶν κεκαμμένων βραχιόνων περικλειόμενον, τὸ στῆθος Ρόδ.:ᾎσμ. ᾿Σ τ᾿ ἀγκάλιˬα τὴν ἐβάρεσε, βαρε͜ιὰ πληγὴ τῆς δίνει 3)Τὰ ἐν τῇ ἀγκάλῃ περιλαμβανόμενα, αἱ ἀγκαλίδες σταχύων, φρυγάνων, χόρτων κττ. Κύπρ. κ.ἀ.:Ἄφησ᾿ τ᾿ ἀγκάλιˬα νὰ βράσουν λ-λίον ᾿ποὺ τὸν ἥλιˬον τ᾿ ὕστερα νὰ ζέξῃς ν᾿ ἁλωνέψῃς (βράσουν=ξηρανθοῦν) Κύπρ. || Φρ. ᾿Ὲν ἐπῆρεν ὁ ἄνεμος τ᾿ ἀγκάλιˬα! (δὲν διεσκόρπισεν ὁ ἄνεμος τὰς ἀγκαλίδας τῶν στάχυων, ὥστε νὰ σπεύσῃς εἰς περισυλλογὴν αυτῶν! Πρὸς τὸν ἄνευ λόγου ἐπειγόμενον) αὐτόθ. Συνών. ἀγκαλίδα. Πβ. ἀγκαλεˬά, ἀγκάλη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA