ἀγκάλιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκάλιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγκάλιˬα τά, (II) Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκαλῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. τὰ ὅμοια ἀνελαλῶ-ἀνελάλι, παρακαλῶ-παρακάλι κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,65 κἑξ.

Σημασιολογία

Καταγγελία δικαστική: Τόσα ἀγκάλιˬα ποῦ τὸν ἐκάμασιν ταὶ νοῦν δὲν ἔβαλεν. Συνών. ἀγκάλεμα, ἀγκαλετός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/