ἄβαφτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄβαφτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄβαφτος ἐπίθ. Ἀθῆν. Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Σῦρος κ.ἀ. -Λεξ. Βυζ. ἄβαφτους Μακεδ. (Βογατσ.) κ.ἀ ἄβαφτε Τσακων. ἄβαφος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Εὔβ. (Κονίστρ.) Κρήτ. Παξ. Πελοπν. (Τρίκκ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Σάντ. Χαλδ.) κ.ἀ. ἄδαφος Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἄβαπτος κυριολεκτουμένου ἐπὶ μετάλλου μὴ βυθιζομένου εἰς ψυχρὸν ὕδωρ πρὸς σκλήρυνσιν, ὑποστάντος δὲ σημασιολογικὴν ἐξέλιξιν διὰ τὸ νεώτ. ρ. βάφτω. Ὁ τύπ. ἄβαφος κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ βάφω λεγομένου ἐκ παραλλήλου πρὸς τὸ βάφτω καὶ παρὰ Βλάχ. Τὸ ἄδαφος παρὰ τὸν τύπ. δάφω.

Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων

1)Ὁ μὴ βυθισθεὶς ἐν καταστάσει πυρακτώσεως εἰς ὕδωρ ψυχρὸν πρὸς ἀποσκλήρυνσιν, ἀστόμωτος, ἐπὶ σιδηροῦ αἰχμηροῦ ὀργάνου Εὔβ. (Κονίστρ.) Πόντ. (Κερασ.) Σῦρ. Τσακων. κ.ἀ.: Δὲν εἶναι καλὰ βαμμένο τὸ τσικούρι, ’πόμεινε ἄβαφο Κονίστρ. Ἀξίνα ἄβαφτη Σῦρ. Σίδερε ἄβαφτε Τσακων. 2)Ὁ μὴ βαφείς, ἀχρωμάτιστος Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ. Παξ. Πελοπν. (Τρίκκ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. ) Σύμ. κ.ἀ.:Ἡ bόλιˬα ἐπόμεινε ἄβαφη Κρήτ. Τὸ παννὶ ἐπόμεινε ἄβαφο αὐτόθ. Ἀβγὰ ἄβαφα Παξ. κ.ἀ. ᾨβὰ ἄβαφα Χαλδ. Ἄβαφο ἐπόμεινε τὸ μαλλὶ Ὄφ. Τὸ μαλλὶν ἄβαφτον ἔν’ Τραπ. Ἄδαφα μαλλιˬὰ Σύμ. Ἔρζα ἄβαφτα (ἔρζα=ἔρια) Τσακων. Ἄβαφον σάλ’ φορεῖ Χαλδ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/