ἀγγιχτερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγιχτερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγγιχτερὸς ἐπίθ. Ἀθῆν. κ.ἀ. ἀgιχτερὸς Ἄνδρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγγιχτὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ερός.
Σημασιολογία
Ὁ διὰ λόγων καθαπτόμενος τινος, ὁ πειράζων ἔνθ᾿ ἀν.:Σοῦ εἶναι αὐτὸς ἕνας ἀγγιχτερὸς ᾿ς τὰ λόγια του, φίδι φαρμακερό! Ἀθῆν. Συνών. ἀγγιˬαχτερός, ἀγγιχτὸς 4. Πβ. ἀγγιχτικὸς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA