ἀγγιχτίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγιχτίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγγιχτίζω Μετοχ. ᾿γγιχτισμένος Πελοπν. (Κυνουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγγιχτός.

Σημασιολογία

Πειράζω, προσβάλλω: ᾎσμ. Δὲν τὸ ἤξερα, λεβέντη μου, πῶς ἤσουν ἡ ἀφεντιˬά σου, νὰ ᾿ρχόμουνα νὰ σ᾿ ἄνοιγα νὰ μὴ ᾿γγιχτῇ ἡ καρδιˬά σου. –Μένα ἡ καρδιˬά μου ᾿γγίχτηκε καὶ εἶναι ᾿γγιχτισμένη καὶ μοῦ εἶπε κ᾿ ἕνας φίλος σου πῶς σ᾿ ἔχει φιλημένη. Συνών. ἀγγίζω Α6ε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/