ἀγγιχτικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγιχτικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγγιχτικὸς ἐπίθ. ἐγγιχτικὸς Πελοπν. (Δημητσάν.) Πόντ. (Κερασ.) – Λεξ. Περίδ. ἀγγιχτικὸς Παξ. κ.ἀ. ἀgιχτικὸς Θήρ. ᾿γγιχτικὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿gιχτικὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγγιχτός.
Σημασιολογία
1)Προσβλητικός, σκωπτικός, συνήθως ἐπὶ λόγου ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐγγιχτικὰ λόγια τοῦ εἶπε Δημητσάν. Κουβέdες ᾿gιχτικὲς Ἀπύρανθ. ᾿Gιχτικὸ ἤτονε, ὄχι ἀστεῖο! Αὐτόθ. Πβ. ἀγγιαχτερός, ἀγγιχτερός, ἀγγιχτὸς 4. 2)Ἀλγεινός, ὀδυνηρὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Πόνος ᾿gιχτικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA