ἀγγιχτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγιχτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγγιχτὸς ἐπίθ. Ἀθῆν. Πελοπν. κ.ἀ. ᾿γγιχτὸς Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. ᾿gιχτὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγίζω.
Σημασιολογία
1)Παθ. ὁ ἐγγιζόμενος, ὁ θιγόμενος Ἀθῆν.: Φρ. Ἀγγιχτὸ κυνηγητὸ (παιδιά, καθ᾿ ἣν ὁ διὰ κλήρου ὁριζόμενος ἐκ τῶν παικτῶν καταδιώκει τοὺς ἄλλους, ὁ δὲ ὑπὸ τούτου ἐγγισθεὶς ἀντικαθιστᾷ αὐτὸν καὶ οὕτω ἐξακολουθεῖ ἡ παιδιὰ) Ἀθῆν. (Πβ. πιˬαστὸ κυνηγητό, δι᾿ ὃ ἰδ. πιˬαστός). Συνών. ἀγγιˬαστός. 2)Ὁ ἀνοιχθεὶς καὶ ἀρξάμενος χρησιμοποιεῖσθαι, ἐπὶ οἴνου, ἐλαίου, ξηρῶν καρπῶν, δημητριακῶν κττ., τὰ ὁποῖα φυλάττονται ἐντὸς βαρελλίων ἢ πίθων ἐσφραγισμένων καὶ ἀνοίγοντα συνήθως εἰς ὡρισμένας ἐποχὰς Νάξ. Ἀπύρανθ.:Δυˬό μῆνες εἶναι ποῦ τά ᾿χομε ἐμεῖς ᾿gιχτὰ τὰ σῦκα μας. Εἶdα νὰ σὲ τραττάρω τώρᾳ ποῦ δὲν ἔχομε gρασὶ gιχτό; 3)Μεταφ. ὁ μὴ ἁγνός, ἐπί γυναικὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.):Κωπέλλα ᾿gιχτή. 4)Ἐνεργ. ὁ συνηθίζων νὰ καθάπτεται, νὰ πειράζῃ διὰ λόγων Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Συνών. ἀγγιˬαχτερός, ἀγγιχτερός. Πβ. ἀγγιχτικὸς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA