Ἀγγλογάλλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀγγλογάλλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Ἀγγλογάλλος ὁ, πολλαχ. Ἀgλογάλλος Θήρ. Ἀgλουγάλλους Κυδων. Ἀgρουγάλλους Λέσβ. Ἀγγλοάλλος Μεγίστ. Ἀgλοάλλος Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ἐθνικῶν ὀν. Ἄγγλος καὶ Γάλλος.

Σημασιολογία

1)Μέγας τὸ ἀνάστημα καὶ δυσειδὴς τὴν μορφὴν (ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ ἀναστήματος τῶν Ἄγγλων. Ἡ λ. ἔχει τὴν ἀρχὴν ἐκ τῶν χρόνων τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου, ὅτε Ἀγγλογάλλοι ὠνομάσθησαν οἱ σύμμαχοι Ἄγγλοι καὶ Γάλλοι διελθόντες διὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ διὰ τοῦτο γνωστοὶ καταστάντες) Λέσβ. 2)Ἐν τῇ γλώσσῃ τῶν στρατιωτικῶν σκωπτικῶς ὁ στρατιώτης, ὅστις προερχόμενος ἐκ τῶν ἀπαλλαγέντων καὶ ἀνυποτάκτων καὶ ὢν ἀγύμναστος μένει εἰς τὰ λεγόμενα ἔμπεδα. 3)Ἀλέκτωρ ὑψηλός, ἔχων ἀραιὸν πτἐρωμα καὶ ἄκομψος Λέσβ. 4)Εἶδος μικροῦ ἰχθύος γινομένου καὶ ἁλιπάστου Θήρ. Κυδων. Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/