ἀββελίδος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀββελίδος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀββελίδος ἐπίθ. Ζάκ. Κεφαλλ. ἀββ’λίδος Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. avvilito. Τὸ ε ὡρμήθη ἐκ τροπῆς τοῦ ι πιθανῶς διὰ τὴν γειτνίασιν τοῦ ὑγροῦ. Διὰ τὸ δ ἀντὶ τοῦ τ πβ. φαλλίτο-φαλλίδος.

Σημασιολογία

1)Ἀδύνατος σωματικῶς, ἐξηντλημένος Κεφαλλ.: Μοῦ φαίνεσαι πολὺ ἀββελίδος. 2) Ἐσκοτισμένος τὸν νοῦν, ἀφῃρημένος Ζάκ.: Ἀββελίδος εἶσαι, δὲν προσέχεις! Πβ. ἀββελίρω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/