ἀγγολόι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγολόι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγγολόι τό, Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀγγολόγος.

Σημασιολογία

Ἁλιευτικὸν ὄργανον ἀποτελούμενον ἐκ σάκκου δικτυωτοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ στόμιον περιβάλλεται διὰ σιδηροῦ κρίκου καὶ φέρει πλαγίως ἐμπεπηγμένον μακρὸν ξύλινον κοντὸν ὡς λαβήν. Τοῦτο βυθίζων ὁ ἁλιεὺς εἰς ἀβαθῆ μέρη τῆς θαλάσσης καὶ ἰσχυρῶς διὰ τοῦ στομίου προσψαύων τὸν πυθμένα ἁλιεύει τὰ ὀστρακόδερμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/